- πετροβολικός
- -ή, -όν, Α [πετροβόλος](για πολεμικό μηχάνημα) κατάλληλος να εκσφενδονίζει πέτρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετροβολικῶν — πετροβολικός of fem gen pl πετροβολικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)